συμπαθῆσαι

συμπαθῆσαι
συμπαθέω
to be sympathetically affected
aor inf act
συμπαθέω
to be sympathetically affected
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συμπαθήσαι — συμπαθήσαῑ , συμπαθέω to be sympathetically affected aor opt act 3rd sg συμπαθήσαῑ , συμπαθέω to be sympathetically affected aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικλώ — ἐπικλῶ, άω (AM) παθ. ἐπικλῶμαι, άομαι συγκινούμαι, κάμπτομαι, λυγίζω («καὶ μὴ παλαιὰς ἀρετάς... ἀκούοντες ἐπικλασθῆτε», Θουκ.) μσν. παθ. μοιράζομαι, μερίζομαι αρχ. 1. λυγίζω, κάμπτω, στρέφω 2. (για πρόσ.) φρ. «ἐπικλῶμαί τι» έχω κάτι λυγισμένο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”